- εγκαλινδούμαι
- ἐγκαλινδοῡμαι (-έομαι) (Α)1. κυλιέμαι μέσα σε κάτι2. κακοπαθώ3. ανακατεύομαι σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαλινδοῦμαι — ἐγκαλινδέομαι roll about in pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)